Σινικό τείχος
Η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς υποδηλώνει τη σχέση που
δηµιούργησε ο άνθρωπος µε ορισµένα στοιχεία του
περιβάλλοντός του, µέσα στο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο ανά τους αιώνες. Έχει χαρακτήρα γνωστικό και
βασίζεται καταρχάς στην ύπαρξη και αποδοχή ενός λογικού
συλλογιστικού πλαισίου,που είναι η «επιστηµονική» ανάλυση.
Στην περίπτωση αυτή, η έννοια της πολιτισµικής κληρονοµιάς
εφαρµόζεται σε αντικείµενα στα οποία προσδίδονται σηµασίες, που µόνον οι ειδικοί µπορούν να ανακαλύψουν και να
αποκαλύψουν, επικαλούµενοι διάφορες γνώσεις και κυρίως την
ιστορική επιστήµη.
Βασίζεται, όµως, παράλληλα και σε µια περισσότερο διαισθητική
προσέγγιση, που τοποθετείται στην τοµή ανάµεσα στη λογική και
το αισθητό. Προσέγγιση που προκαλεί µια νέα στάση απέναντι
στο αντικείµενο, µια στάση απόλυτου θαυµασµού.
Οι δυο αυτές προσεγγίσεις συνδυάζονται και συµβάλλουν στο να
προκαλέσουν ανάµεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούµενο
αντικείµενο µια διαδικασία συνταύτισης και παραγωγής
προγονικών αξιών. Έτσι, ο λάτρης της πολιτισµικής κληρονοµιάς
δεν είναι ένας απλός θεατής παλαιών αντικειµένων ούτε και τα
χρησιµοποιεί όπως οποιοδήποτε άλλο πολιτισµικό αγαθό, αλλά
µπορεί να ταυτισθεί µαζί τους µέσα από το χρόνο και το χώρο
για να γευτεί, ετεροχρονισμένα, συναισθήµατα
και καταστάσεις.
Εφόσον η έννοια αυτή της κληρονοµιάς, για να δηµιουργηθεί, έχει
ανάγκη από την ύπαρξη ενός ορισµένου τρόπου σκέψης και από
την κινητοποίηση επιστηµονικών γνώσεων, αυτό σηµαίνει ότι όχι
µόνον δεν θα µπορούσε να αναπτυχθεί αυτόνοµα µέσα στην
κοινωνία, αλλά και ότι δεν προσλαµβάνει όλο της το νόηµα, παρά
µόνον, αν την τοποθετήσουµε µέσα σε ένα σύστηµα κοινωνικών
και φιλοσοφικών αναπαραστάσεων.
Η έννοια της κληρονοµιάς προϋποθέτει, επίσης, µια ειδική σχέση µε το χρόνο και, κυρίως,
µια ειδική αναπαράσταση του παρελθόντος, ως χωροχρόνου
τελείως αυτόνοµου και σε απόσταση από το παρόν. Αν το
κληρονομημένο αντικείµενο ανήκει στο παρελθόν, τότε αυτός που
το χαρακτηρίζει, έτσι, είναι άνθρωπος του παρόντος, που αυτό-
προσδιορίζεται ως αποκοµµένος από αυτό το παρελθόν.
Για να κατανοήσουµε τον τρόπο αυτό σκέψης, πρέπει να
θυµηθούµε ότι σε πολλές από τις αποκαλούµενες παραδοσιακές
κοινωνίες, η έννοια του κυκλικού χρόνου υπερισχύει της έννοιας
του γραµµικού χρόνου. Έτσι, από µια ιδεολογική σκοπιά, τα
ανθρώπινα και τα κοινωνικά γεγονότα ερµηνεύονται ως
επανάληψη άλλων πράξεων, που εξελίχτηκαν παλαιότερα, κατ’
εικόνα του ηµερολογίου που επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο. Το
σύστηµα αυτό που προβάλλει τις αξίες της αναπαραγωγής έναντι
των αξιών της αλλαγής, εγγράφεται µέσα σε ένα θρησκευτικό
τρόπο σκέψης, ο οποίος τότε αποτελεί και τον µόνο επίσηµο
λόγο πάνω στο σύστηµα Κόσµος. ∆ιαδίδεται µέσα από µυθικές
διηγήσεις, που µεταβιβάζονται από διάφορες προφορικές
παραδόσεις ή/και από τα ιερά κείµενα, και είναι αυτός που καθορίζει την ηθική και τις κοινωνικές αξίες.
Μέσα σε ένα τέτοιο αµετακίνητο πλαίσιο, η ιδέα αυτή καθεαυτή
του µετασχηµατισµού της κοινωνίας δεν αποτελεί στόχο, ούτε και
η ιδέα ενός τετελεσµένου (βλ. ξεπερασµένου) κοινωνικού
παρελθόντος έχει καµιά χρησιµότητα. Έτσι, δεν µπορεί να
υπάρχει, εφόσον οι κοινωνικοί κανόνες είναι για να διαιωνίζονται
και όχι για να µετεξελίσσονται.
Η σχέση που οι άνθρωποι
δηµιουργούν µε τους παλαιότερους χρόνους παίρνει άλλες
µορφές και εκδηλώνεται κυρίως µέσα από µια κοινωνική και
συναισθηµατική σχέση µε τους προγόνους. Τότε, ακόµα και ο
θάνατος - που στη δυτική σκέψη διαιρεί το χρονολογικό χρόνο
και θεσµοθετεί µια τοµή ανάµεσα στο παρόν και το παρελθόν -
ξεπερνιέται συµβολικά και οι τελετές για την µετενσάρκωση των
προγόνων καταλύουν τα σύνορα ανάµεσα τους νεκρούς και τους
ζωντανούς και απαλείφουν τα όρια που χωρίζουν τους παλαιούς
χρόνους από το παρόν.
Μέσα σε αυτή τη λογική, η έννοια της κληρονοµιάς, ιδωµένης σε
οικογενειακή κλίµακα, υποδηλώνει όχι µόνον τα αγαθά που
µεταβιβάζονται από τους προγόνους, αλλά και ένα σύνολο
γνώσεων, πρακτικών και δοξασιών, στις οποίες η κοινότητα
εξακολουθεί να είναι προσκολληµένη και µέσα από τις οποίες
προσδιορίζει την ταυτότητά της, χωρίς να προσπαθεί να
αναπτύξει µια γνωστική και αποστασιοποιηµένη σκέψη.
Από το 15ο αι. και µετά, η δυτική κοινωνία αρχίζει να
απελευθερώνεται από το θεοκρατικό σύστηµα κοινωνικών
αναπαραστάσεων. Αρχίζει να προωθεί µια νέα προσέγγιση του
ρόλου του ανθρώπου στην κατασκευή του κόσµου, προσέγγιση
που απαιτεί και µια νέα αντίληψη του χρόνου. Έτσι, ο κοινωνικός
χρόνος που εκτυλίσσεται και κυλάει και είναι πλέον µετρήσιµος
και αντικείµενο επιστηµονικού λόγου, θεωρείται ότι διαπλάθεται
µόνον µέσα από τη διάνοια του ανθρώπου, που έτσι ελπίζει να
απελευθερωθεί από τη θεϊκή µοίρα και τον καταναγκασµό.
Μέσα σε αυτό το νέο και πρωτότυπο πλαίσιο κατασκευής µιας
νέας κοινωνίας, της κοινωνίας πολιτών, διαγράφονται παράλληλα
και οι νέες βάσεις της έννοιας της κληρονοµιάς, της οποίας τα
υλικά υποστηρίγµατα θεωρούνται τώρα πια ότι ανήκουν σε ένα
απώτερο παρελθόν, πεθαµένο, µακρινό, που δεν θα µπορούσε να
επιστρέψει και απέναντι στο οποίο οι άνθρωποι έχουν µια στάση
κυρίως νοσταλγική.
Οι νέες προγονικές µορφές, όπως τις διαµόρφωσαν οι
µορφωµένοι της Αναγέννησης, δεν θα µπορούσαν να έχουν πλέον
σχέση µε τα διάφορα λείψανα των παραδοσιακών κοινωνιών, που
είχαν θρησκευτικές και µαγικές δυνάµεις και ενσάρκωναν τη
θεϊκή ισχύ. Τότε, άλλωστε, δεν έµπαινε ούτε το ζήτηµα της
ιστορικής και της αισθητικής τους αξίας, διότι η µόνη τους αξία
ήταν το γεγονός ότι αποτελούσαν τους απαραίτητους διάµεσους
για την επικοινωνία των ανθρώπων µε το Θεό. Με τη νέα όµως
λογική αντίληψη του κόσµου, τα κληρονοµικά αντικείµενα, που
εκτιµώνται σύµφωνα µε τις κατηγορίες του παλαιού και του
ωραίου και καθορίζονται σηµειολογικά ως τόποι µνήµης, έχουν
πλέον ως κύρια λειτουργία τους να µεταβιβάζουν πληροφορίες
και διδάγµατα από το παρελθόν στο παρόν, παραµένοντας
ταυτόχρονα και κάτω από την εξουσία του ανθρώπινου νου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου