Λόγω της στρατηγικής της θέσης, η Κρήτη υπήρξε κατά το παρελθόν τόπος διεκδίκησης και τελικά κατάκτησης αρκετών λαών, κυρίως όμως Ενετών και Τούρκων.
Από αυτούς κυρίως οι Ενετοί, φρόντιζαν να κατασκευάσουν δεκάδες φρούρια σε νευραλγικές θέσεις του νησιού και σε νησίδες που βρίσκονται γύρω από αυτό. Τα φρούρια αυτά τα χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν την τριγύρω περιοχή και τα περάσματα. Τα Καστέλια, όπως λέγονται τα Ενετικά φρούρια, βρίσκονταν σε όλο το νησί. Μάλιστα πολλά χωριά σήμερα λέγονται Καστέλι, προφανώς λόγω παλαιότερων φρουρίων, που σήμερα δεν υπάρχουν.
ΦΡΟΥΡΙΟ ΣΟΥΔΑΣ
Η Σούδα είναι ένα μικρό νησί που στέκει σαν φύλακας στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, ένα φυσικό λιμάνι που προστατεύεται από τα υψηλά βουνά ανατολικά των Χανίων, στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού τους. Στη ΒΔ πλευρά του, σε πολύ μικρή απόσταση, είναι το νησάκι Λέων, σχεδόν στρογγυλό, που αναφέρεται στους χάρτες των Ενετών ως «Νησί των κουνελιών».
Στην αρχαιότητα τα δύο νησιά λέγονταν Λευκαί, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική μυθολογία, στην οποία λέγεται ότι οι Σειρήνες ηττήθηκαν από τις Μούσες, όταν τις συναγωνίστηκαν σε κάποιο μουσικό αγώνα και στενοχωρήθηκαν τόσο, που τα φτερά τους έπεσαν από τους ώμους, έγιναν λευκές και μπήκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τα νησάκια Λευκαί.
Πριν οχυρωθεί, στο νησάκι ήταν ένα μοναστήρι του Αγ. Νικολάου και γι’ αυτό λεγόταν Φραρονήσι (Φράρροι). Ύστερα από την οχύρωση του, πήρε το όνομα Σούδα από το όνομα του κόλπου.
Από τον 14ο αιώνα υπήρχε φρούριο στο νησί. Το ενετικό φρούριο (η Φορτέτσα) άρχισε να κτίζεται από τους Ενετούς το 1573, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού της Σούδας και να ελέγχουν την είσοδο του κόλπου. Το έργο από μόνο του δεν έλυνε το πρόβλημα της ασφάλειας, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες είχαν ζητήσει να εκτελεσθούν και άλλα συμπληρωματικά έργα άμυνας σε επίκαιρες θέσεις, που όμως λόγω υψηλού κόστους δεν ξεκίνησαν ή δεν ολοκληρώθηκαν. Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini. Το έργο εκτελέστηκε πολύ γρήγορα και μέσα σ’ ένα χρόνο τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κανόνια.
Η Φορτέτσα από τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο το οποίο, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την απέναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Αναφέρεται ότι ο οπλισμός του φρουρίου το 1630 ήταν 44 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων και 9.185 μπάλες. Τα τείχη περιέβαλλαν όλη την έκταση του νησιού της Σούδας.
Η Φορτέτσα, μετά την κατάληψη των Χανίων από τους Τούρκους το 1646 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της όμως, παρόλο που ήταν ολιγάριθμοι, κατάφεραν να αποκρούσουν. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε, το νησί παρέμεινε ελεύθερο υπό Ενετική διοίκηση, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία και ηρωική αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898, οπότε και αποχώρησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη.
ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΥΛΕΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Στην αρχή του δυτικού λιμενοβραχίονα του λιμανιού του Ηρακλείου στέκει ακόμη επιβλητικό το μεσαιωνικό φρούριο Κούλες. Το πραγματικό του όνομα είναι Rocca al Mare, όπως τον έλεγαν οι ιδρυτές του Ενετοί.
Ο Κούλες, ή μεγάλος Κούλες δεν ήταν ο μοναδικός άρχοντας του λιμανιού. Απέναντί του, στη σημερινή Μαρίνα, υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα δεύτερο μικρότερο φρούριο, ο μικρός Κούλες, που γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί η αποβάθρα. Ο Κούλες είναι κτισμένος στη θέση ενός άλλου στρογγυλού πύργου με επάλξεις.
Είναι γνωστό ότι στη Μινωική εποχή η Κρήτη δεν διέτρεχε καμιά απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, άρα δεν υπήρχε η ανάγκη οχύρωσης των λιμανιών της. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε ως τη ρωμαϊκή εποχή και τη Α’ Βυζαντινή περίοδο. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο οι πειρατές. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη οχύρωσης των πόλεων και των λιμανιών τους.
Αυτό όμως δεν έγινε στο βαθμό που έπρεπε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με τα εσωτερικά προβλήματα και τον κίνδυνο των Τούρκων. Έτσι η Κρήτη σύντομα (824μΧ) έπεσε στα χέρια των Αράβων, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα φρούρια.
Οι Άραβες οχύρωσαν το Ηράκλειο με τείχος και τάφρο, το έκαναν κέντρο των πειρατικών τους επιδρομών και τότε η πόλη ονομάστηκε Χάνδακας.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, οι Βυζαντινοί πήραν και πάλι τον Χάνδακα με τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ενώ μετά από 250 χρόνια το Ηράκλειο κατακτήθηκε από τους Γενουάτες και μετά από λίγα χρόνια από τους Ενετούς. Οι Ενετοί έφτιαξαν νέα επιβλητικά τείχη και ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο. Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του λιμανιού, κατασκεύασαν το περίφημο φρούριο Rocca al Mare, δηλαδή το Φρούριο της Θάλασσας, που αρχικά ήταν ένας μικρός πύργος. Γρήγορα όμως οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι η οχύρωση του λιμανιού με τον πύργο ήταν άχρηστη, όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα τηλεβόλα όπλα. Έτσι αποφάσισαν την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου φρουρίου, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους.
Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Βενετία και αμέσως άρχισε η κατεδάφιση του παλιού και η ανέγερση του νέου.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1540, ενώ το υπέρογκο κόστος της κατασκευής του βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Χάνδακα. Οι συνθήκες ανέγερσης δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς τον χειμώνα οι εργασίες διακόπτονταν λόγω των τρικυμιών και των χαμηλών θερμοκρασιών. Επίσης, για τα θεμέλια και τα κρηπιδώματα χρησιμοποιήθηκαν οι ογκόλιθοι του Μινωικού λιμανιού, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες οικοδομικών υλικών μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ντία και τον όρμο των Φρασκιών. Για να κατασκευαστούν οι προστατευτικοί κυματοθραύστες, φόρτωναν με λίθους παλιά καράβια και τα βύθιζαν στη θάλασσα.
Όταν το φρούριο τέλειωσε, ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, αλλά κι ένα σύγχρονο οχυρωματικό έργο, που σε συνεργασία με το φρούριο του Παλιόκαστρου, εξασφάλιζε την ασφάλεια ολόκληρου του κόλπου του Ηρακλείου.
ΦΟΡΤΕΤΖΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδας, που δεν σώζονται.
Το μεγαλοπρεπές πενταγωνικό φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1573 και έχει περίμετρο 1300 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 4 προμαχώνες (Αγίου Λουκά, Αγ. Ηλία, Αγ. Παύλου, Αγ. Νικολάου), που εξυπηρετούσαν την άμυνα στον εχθρό. Το φρούριο είναι τόσο μεγάλο που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλη την πόλη. Στο εσωτερικό υπάρχουν στρατώνες, μια εκκλησία, ένα νοσοκομείο και αποθήκες.
Η κύρια Πύλη βρίσκεται ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Νικολάου και Αγίου Νικολάου, στο σημείο που η πρόσβαση στην πόλη ήταν ευκολότερη. Η πύλη είναι μια μεγάλη στοά, που επέτρεπε την άνετη διέλευση αμαξών και οπλισμού. Δίπλα στην είσοδο, υπάρχει η οπλαποθήκη, η οποία είναι ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με καμάρες στο εσωτερικό, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
Σήμερα σώζεται ακέραιος ο οχυρός περίβολος της Φορτέτζας και συνεχίζεται η αναστήλωση σε κάποια κτίρια μέσα σ' αυτή. Φιλοξενεί εκδηλώσεις, εκθέσεις και καλλιτεχνικές παραστάσεις στο μικρό Δημοτικό Θέατρο "Ερωφίλη" στον προμαχώνα του Προφήτη Ηλία.
ΦΡΑΓΚΟΚΑΣΤΕΛΛΟ
Μικρό, καλοδιατηρημένο, ακουμπισμένο στην άκρη μιας έρημης πεδιάδας στην παραλία του Λιβυκού Πελάγους, ΝΔ των Σφακίων, το Φραγκοκάστελο ξετυλίγει ακόμη το κουβάρι της ιστορίας του, μιας ιστορίας γεμάτης θύμησες και μυστήρια.
Το κάστρο των Δροσουλιτών χτίστηκε από τους Ενετούς την περίοδο 1371-1374, για προστασία από τους πειρατές και για τον έλεγχο των ανυπότακτων Σφακιανών, που έχοντας τότε επικεφαλής τους 6 αδελφούς Πατσούς, παρενοχλούσαν συνεχώς τους κατακτητές και δεν τους άφηναν να ολοκληρώσουν το έργο. Άλλοι Ενετοί παρέσυραν και εξόντωσαν με προδοσία τα 6 αδέλφια, ενώ για να κερδίσουν χρόνο χρησιμοποίησαν για την ανέγερση του φρουρίου τις έτοιμες λαξευμένες πέτρες από τη διπλανή ερειπωμένη αρχαία πόλη Νικήτα.
Στο χώρο της παλιάς πόλης σώζεται από τότε (1371) το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα, όπου τελούνται ακόμη κάθε 15 Σεπτέμβρη αθλητικοί αγώνες, ονομαστοί σ’ όλη την Κρήτη και υμνημένοι από τη δημοτική μας μούσα.
Το φρούριο αποκλήθηκε αρχικά «καστέλο του Αγίου Νικήτα», αλλά οι Σφακιανοί, ταυτίζοντας τους Ενετούς με τους Φράγκους, το ονόμασαν «Φραγκοκάστελο», που τελικά επικράτησε ως ονομασία ακόμη και από τους Ενετούς (Castel franco).
Παρά τη στρατηγική του σημασία και τις επισκευές που έγιναν (π.χ. το 1593-7 από το Γενικό Προβλεπτή Nicolo Dona), το φρούριο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία και ίσως να εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας(1669). Πάντως, εδώ εγκατέστησαν οι Τούρκοι το στρατηγείο τους στην τελευταία φάση της επανάστασης του Σφακιανού οπλαρχηγού Δασκαλογιάννη και εδώ τον οδήγησαν, όταν αποφάσισε να παραδοθεί για να εξασφαλίσει, όπως νόμιζε, την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, το 1770.
Η σημερινή μορφή του Κάστρου δε διαφέρει πολύ από την αρχική. Αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους, που συνδέονται μεταξύ τους με τείχος, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο φρούριο. Πάνω στους πύργους υπήρχαν ντουφεκίστριες, από όπου πολεμούσαν οι στρατιώτες. Υπάρχει μια μικρή, τοξωτή είσοδος στην ανατολική πλευρά, ενώ η κύρια πύλη, στα νότια, είναι διακοσμημένη με σκαλιστά οικόσημα των ευγενών οικογενειών. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ήταν ο πιο σημαντικός γιατί ήταν η τελευταία θέση της άμυνας, εάν πολιορκούσαν το κάστρο και επειδή προστάτευε την κύρια πύλη. Κατά μήκος του εσωτερικού των τοίχων υπάρχουν ορθογώνια κτίρια, τα οποία χρησίμευαν ως στάβλοι, αποθήκες, στρατώνες κ.α.
Το Μάιο του 1828, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης οχυρώθηκε στο κάστρο και έδωσε μάχη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο μαζί με 338 συμπολεμιστές του.
Στη συνείδηση των ντόπιων οι θρυλικοί Δροσουλίτες, που εμφανίζονται να κινούνται στον αέρα ορισμένες φορές στα τέλη του Μαΐου, ταυτίζονται με τις ψυχές των χαμένων αγωνιστών.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου