Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Σόφια


       Η βουλγαρική πρωτεύουσα με τις άπειρες εκκλησίες έχει να σας διηγηθεί την πλούσια Ιστορία της, καταπράσινα πάρκα για να σας ξεκουράσει και το όρος Vitosha σε απόσταση αναπνοής για μόνιμη δροσιά και καταβάσεις του  χιονοδρομικού κέντρου. 
  Περπατώντας στο ιστορικό κέντρο της, θα δείτε από οθωμανικά τζαμιά και αχανείς καθεδρικούς ναούς, όπως ο Alexander Nevsky μέχρι αρ νουβό διαμάντια της εποχής των τσάρων, όπως το Εθνικό Θέατρο Ivan Vazov και το κτίριο της Εθνοσυνέλευσης, ενώ η πλατεία γύρω από την Εθνική Βιβλιοθήκη, το ξενοδοχείο «Balkan» ( νυν Sheraton ) και το πολυκατάστημα Tzum θα σας θυμίσει τα χρόνια που η Βουλγαρία ανήκε στο ανατολικό μπλοκ. 
  Κατά μήκος της λεωφόρου Tsarigradsko Chaussee και πολύ κοντά στην πανέμορφη γέφυρα Orlov Most, πάνω από τον ποταμό Orlovska, ξεκινά το μεγαλύτερο πάρκο της πόλης, το Borissova, ενώ στο μικρότερο, αλλά εντελώς κεντρικό Gradskata με τα όμορφα σιντριβάνια μπορείτε να παρακολουθήσετε, αλλά  και να συμμετάσχετε  σε υπαίθριους αγώνες σκακιού. 
  Η ανέγερση μοντέρνων κτιρίων κι εμπορικών κέντρων αλλάζει το αστικό τοπίο και γνωστές αλυσίδες καταστημάτων αλλά και ακριβές μπουτίκ καταλαμβάνουν τον πιο εμπορικό από τους δρόμους της Σόφιας, τη λεωφόρο Vitosha, μαρτυρώντας έτσι το δυτικοευρωπαϊκό αέρα που πνέει εδώ τα τελευταία χρόνια.

Σόφια: Βαλκανική μεγαλοπρέπεια     

         
       Από τους πληρέστερους ταξιδιωτικούς προορισμούς των Βαλκανίων, η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας αναδεικνύεται τα τελευταία χρόνια σε αγαπημένο ταξιδιωτικό προορισμό. 
  Υπάρχουν κάποιες πόλεις που αδικούνται από τους ταξιδιώτες. Που αντιμετωπίζονται με προκατάληψη και επιφύλαξη και σπάνια συμπεριλαμβάνονται στην ταξιδιωτική ατζέντα. Μια τακτική που αποδεικνύεται λάθος, καθώς ορισμένες από αυτές προσφέρουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Σόφια, το οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο της Βουλγαρίας, που τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να αναδειχθεί σ’ έναν από τους δημοφιλέστερους ταξιδιωτικούς  προορισμούς.
     Σήμερα,  όταν αναφέρεται κανείς στη Σόφια, μπορεί πλέον να μιλά για μια πόλη με ευρωπαϊκή αύρα. Με εντυπωσιακά ιστορικά κτίσματα και περίτεχνους καθεδρικούς ναούς, με μνημεία σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κρατικά κτίρια που συνδυάζουν δυτικοευρωπαϊκό και κομμουνιστικό στυλ, με κεντρικές πλατείες, πάρκα-ησυχαστήρια και φαρδιές δεντροφυτεμένες λεωφόρους, η Σόφια είναι μια πόλη κοσμοπολίτικη, με προσεγμένη αρχιτεκτονική ομορφιά, που μπορεί να συγκριθεί με τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
   Η «Βασίλισσα των Βαλκανίων» αποτελεί παράλληλα κι έναν από τους πληρέστερους τουριστικούς προορισμούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Άνετα μπορεί να ανταποκριθεί στα «θέλω» και του πιο απαιτητικού επισκέπτη, αφού προσφέρει έντονη νυχτερινή ζωή, ποιοτική διασκέδαση, υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, επώνυμα καταστήματα, παραδοσιακές αγορές, πολιτιστικές εκδηλώσεις με διεθνές ενδιαφέρον και σύγχρονα χιονοδρομικά κέντρα, που προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες οπαδούς του σκι και των υπόλοιπων χειμερινών σπορ.

Πολυπολιτισμικό ψηφιδωτό-Η θρησκευτική κληρονομιά
     Μπορεί οι  τουρίστες να ανακάλυψαν τη Σόφια μόλις τα τελευταία χρόνια, η τοποθεσία όμως στις πλαγιές του όρους Vitosha κατοικείται εδώ και 7.000 χρόνια. Ήδη από τη Νεολιθική εποχή υπήρχε ένας μικρός οικισμός, ενώ μέσα στις επόμενες χιλιετίες, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή, η πόλη αποκτούσε όχι μόνο διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα, αλλά και διαφορετική ονομασία: Την αποκάλεσαν Σέρδικα, Τριαδίτσα, Σρεντέτς, ώσπου τον 15ο αιώνα ονομάστηκε τελικά Σόφια, από τη σημαντικότερη εκκλησία της, την βασιλική της Αγίας Σοφίας. Σήμερα, με πληθυσμό 1.470.00 κατοίκους, είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας και έχει αδελφοποιηθεί με την Αθήνα.   

  Οι διάφοροι λαοί που κυρίευσαν τη βουλγαρική πρωτεύουσα έχουν αφήσει έντονη τη σφραγίδα τους. Άλλωστε, μια μικρή βόλτα στους κεντρικούς δρόμους της Σόφιας αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς.
   Σε κάθε γωνιά κρύβεται κι ένα μοναδικής αισθητικής οικοδόμημα, που αντιπροσωπεύει μια διαφορετική ιστορική περίοδο της πόλης. Ρωμαϊκά και οθωμανικά απομεινάρια, νεοκλασικά κτίρια του 19ου αιώνα, απρόσωπα κτίσματα του σοσιαλιστικού καθεστώτος: ένα ολόκληρο συνονθύλευμα «πολιτισμού» βρίσκεται συγκεντρωμένα στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, που ορίζεται από τις κεντρικές λεωφόρους Opulchenska, Mihail Skobelev, Patriarh Evtimiy, Vasil Levski και Slivnica.
   Έντονη είναι, όμως, και η παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου, κυρίως του ορθόδοξου, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τον επισκέπτη της πόλης. Παρά τη μακρόχρονη παρουσία του κομμουνισμού, το θρησκευτικό συναίσθημα φαίνεται να κυριαρχεί στη ζωή των κατοίκων της πρωτεύουσας, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το πλήθος -αλλά και τη διαφορετικότητα- των χώρων λατρείας: Εδώ υπάρχουν λαμπροί ορθόδοξοι ναοί, μια από τις μεγαλύτερες συναγωγές της Ευρώπης, το τέμενος Banya Bashi (από τα παλαιότερα στην Ευρώπη) και πολλές επιβλητικές καθολικές εκκλησίες.
Τέμενος Banya bashi
Η ρωσική εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Μύρων είναι από τα πιο γνωστά θρησκευτικά μνημεία της Σόφιας
Η ρωσική εκκλησία του αγίου Νικολάου των Μύρων
           
      Η Σόφια είναι μια ευχάριστη πόλη που πρέπει να την περπατήσετε για να τη γνωρίσετε. Όλο σχεδόν το ιστορικό κέντρο είναι ένας μεγάλος πεζόδρομος, σχεδιασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί κάποιος να επισκεφθεί όλα τα αξιοθέατα περπατώντας.
   Τα σημαντικότερ α ιστορικά μνημεία και μουσεία βρίσκονται ανάμεσα στις πλατείες Sveta Nedelya, Aleksandar Battenberg, Largo και Narodno Sabranie, καθώς και στην λεωφόρο Tsar Osvoboditel, ενώ οι λεωφόροι Vitosha και Stamboliski είναι οι κύριοι εμπορικοί δρόμοι της πόλης, με κομψά καταστήματα και επώνυμα προϊόντα.
   Η κεντρική πλατεία Sveta Nedelya (Αγία Κυριακή) είναι σημείο συνάντησης των κατοίκων της πρωτεύουσας. Η πλατεία Sveta Nedelya, που παλαιότερα ονομαζόταν πλατεία Lenin, πήρε το όνομά της από την ομώνυμη εκκλησία που υπάρχει εδώ. Και φυσικά, ο ανδριάντας του Ρώσου ηγέτη έχει αντικατασταθεί από το άγαλμα της Σοφίας, το σύμβολο της πόλης.
  Σε μικρή απόσταση βόρεια της πλατείας βρίσκονται συγκεντρωμένα το οθωμανικό τζαμί Banya Bashi (1576), τα Ιαματικά Λουτρά (Sofiiska bania), η Εβραϊκή Συναγωγή (1909) και η πρόσφατα αναπαλαιωμένη διώροφη αγορά Halite (κτίσμα των αρχών του 20ού αιώνα) που ξεχωρίζει για τη γυάλινη οροφή της.
  Στην περίφημη πλατεία Largo -την πρώην έδρα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας- δεσπόζουν τα κυβερνητικά κτίρια εκείνης της ιστορικής περιόδου, που στεγάζουν σήμερα το Κοινοβούλιο, το υπουργείο Εργασίας, το Προεδρικό Μέγαρο και το Υπουργικό Συμβούλιο.                   Σημαντικό μνημείο της πλατείας θεωρείται η εκκλησία Αγία Πέτκα των Σελλοποιών. 
Πλατεία Λάργκο
       
       Στη νότια πλευρά της Largo, περιτριγυρισμένη από το Προεδρικό Μέγαρο και το ξενοδοχείο Sheraton, βρίσκεται η Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου, το αρχαιότερο κτίσμα της πόλης, που ανεγέρθηκε πάνω σε ρωμαϊκά λουτρά του 2ου-3ου μ.Χ. αιώνα. Από την ανατολική πλευρά της πλατείας διέρχεται η λεωφόρος Tsar Osvoboditel που οδηγεί στο Μνημείο του Ττσάρου Αλέξανδρου ΙΙ, στη ρωσική εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Μύρων (1926) και στο ναό της Αγίας Σοφίας (6ου αιώνα). Στο πίσω μέρος της Αγίας Σοφίας βρίσκεται ο τάφος του δημοφιλέστερου Βούλγαρου συγγραφέα, Ivan Vazov (1850-1921).

Ροτόντα αγίου Γεωργίου
αγία Σοφία
       Εντυπωσιακότατος και σήμα κατατεθέν της πόλης είναι o Καθεδρικός ναός Alexander Nevski, ο μεγαλύτερος ορθόδοξος ναός στα Βαλκάνια. Ανεγέρθηκε μεταξύ του 1892 και 1912 σε ανάμνηση των 200.000 Ρώσων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον ρωσοτουρκικό «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» (1877-78), μαχόμενοι για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.


      Εξωτερικά, οι χρυσοί τρούλοι (ο μεγαλύτερος έχει ύψος 50 μ.) και το θεαματικό καμπαναριό καθηλώνουν με τη μεγαλοπρέπειά τους, ενώ τα βιτρό, οι τοιχογραφίες και οι επιβλητικοί θρόνοι από ελεφαντόδοντο κλέβουν την παράσταση στο εσωτερικό του ναού.
      Στην κρύπτη του καθεδρικού φυλάσσονται περίπου 1.500 εικόνες της βουλγάρικης θρησκευτικής τεχνοτροπίας (13ου-18ου αιώνα).
     Σε απόσταση μόλις 2 χλμ. από το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας βρίσκεται η εκκλησία Boyanna (10ου αιώνα), ένα κορυφαίο θρησκευτικό μνημείο της μεσαιωνικής βουλγαρικής αρχιτεκτονικής, που περιλαμβάνεται από το 1979 στη λίστα των μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
  Την εκκλησία κοσμούν 90 θαυμάσια διατηρημένες αγιογραφίες, που φιλοτεχνήθηκαν το 1259 και εντυπωσιάζουν με τη ζωηρή πολυχρωμία και τα αξεπέραστα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά τους.


Μουσεία, χώροι τέχνης και πολιτισμού- πάρκα

       Από τα 36 συνολικά μουσεία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Φυσικών Επιστημών και το Εθνολογικό-Λαογραφικό Μουσείο που στεγάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη.
            Άλλα εξίσου ενδιαφέροντα ιδρύματα είναι η Εθνική Πινακοθήκη Ξένων Καλλιτεχνών (με έργα Πικάσο και Ντελακρουά), το Εθνικό Θέατρο Ivan Vazov, το Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού και το Μουσείο Εθνικής Ιστορίας, που μεταφέρθηκε πρόσφατα στο προάστιο Boyanna, στους πρόποδες του όρους Vitosha.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Εθνική Πινακοθήκη
Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Εθνικό Πάρκο Vitosha


       Το όρος Vitosha οριοθετεί σήμερα το νότιο τμήμα της Σόφιας, αφού λόγω των συνοικιών που έχουν χτιστεί τα τελευταία χρόνια στους πρόποδές του, το βουνό έχει ουσιαστικά γίνει κομμάτι της πόλης. Θεωρείται ο πνεύμονας της βουλγάρικης πρωτεύουσας και αποτελεί μέρος του ομώνυμου Εθνικού Πάρκου, το οποίο ιδρύθηκε το 1934. Το Εθνικό Πάρκο Vitosha αποτελεί έναν δημοφιλή προορισμό για τους ντόπιους και ξένους φυσιολάτρες, καθώς διαθέτει καλή υποδομή για χειμερινά σπορ και προσφέρει δυνατότητες για πεζοπορίες, αναβάσεις και εξερευνήσεις μέσα στην καταπράσινη ορεινή φύση.

       

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

  
  Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρέχεται στα ανατολικά από τη Μαύρη Θάλασσα ενώ συνορεύει με την Ελλάδα στα νότια, την Τουρκία στα ανατολικά, την πρών Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας(ΠΓΔΜ) στα δυτικά, τη Σερβία και τη Ρουμανία στα βόρεια. Φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αποτελεί ο ποταμός Δούναβης.
      Με έκταση 110.994 τετρ. χλμ. , η Βουλγαρία είναι η 16η σε έκταση χώρα της Ευρώπης. Η θέση της την έχει καταστήσει σταυροδρόμι διαφόρων πολιτισμών και ως τέτοιο ανέδειξε μερικά από τα αρχαιότερα μεταλλουργικά, θρησκευτικά και άλλα πολιτιστικά τεχνουργήματα στον κόσμο.
      Προϊστορικοί πολιτισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται στα Βουλγαρικά εδάφη κατά τη Νεολιθική περίοδο. Η αρχαία ιστορία της γνώρισε την παρουσία των Θρακών και αργότερα των Ελλήνων και των Ρωμαίων.
       Η εμφάνιση ενός ενιαίου Βουλγαρικού κράτους ανάγεται στην ίδρυση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 681 μ.Χ., που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων και λειτούργησε ως πολιτιστικός πυρήνας για τους Σλαβικούς λαούς κατά το Μεσαίωνα. 
  Με την κατάρρευση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 1396, τα εδάφη της περιήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πέντε σχεδόν αιώνες. 
       Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-1878) δημιούργησε το Τρίτο Βουλγαρικό Κράτος.
   Τα επόμενα χρόνια η Βουλγαρία έζησε πολλές συγκρούσεις με τους γείτονές ης, γεγονός που την  ώθησε να συμμαχήσει με τη Γερμανία και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. 
        Το 1946 έγινε Σοσιαλιστικό κράτος με μονοκομματικό σύστημα. Το 1989 το Κομμουνιστικό  Κόμμα επέτρεψε πολυκομματικές εκλογές, μετά τις οποίες η Βουλγαρία στράφηκε στη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς.
        Ο πληθυσμός των 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων είναι κατά κύριο λόγο αστικός και συγκεντρωμένος κυρίως στα διοικητικά κέντρα των 28 επαρχιών της. Οι περισσότερες εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα Σόφια.
       Οι ισχυρότεροι τομείς της οικονομίας είναι η βαριά βιομηχανία, η παραγωγή ενέργειας και η γεωργία, που στηρίζονται όλοι σε τοπικούς φυσικούς πόρους.
      Η σημερινή πολιτική δομή χρονολογείται από την υιοθέτηση ενός δημοκρατικού συντάγματος το 1991. Η Βουλγαρία είναι ενιαία κοινοβουλευτική δημοκρατία με υψηλό βαθμό πολιτικού, διοικητικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού.
Βουλγαρία
Μπάνσκο
       Οι διαρκώς αυξανόμενοι επισκέπτες της Βουλγαρίας των 7,5 εκατ. κατοίκων ανακαλύπτουν σταδιακά (όπως συμβαίνει και με τα άλλα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ) μια χώρα με πλούσια Ιστορία και φυσική ομορφιά, αστικά κέντρα με πληθώρα μνημείων και αμμουδερές λουτροπόλεις που ατενίζουν τη Μαύρη Θάλασσα. Και αν για τους περισσότερους από εμάς η επαφή με τη γείτονα σταματά κάπου στα νοτιοανατολικά και στο δημοφιλές χιονοδρομικό Bansko, με τις πολύ καλές πίστες και τα παραδοσιακά ταβερνάκια mehanas, η Βουλγαρία προσφέρει στον επισκέπτη πολύ περισσότερα. 
    Στη ζωντανή και πολύβουη Σόφια τα μοντέρνα malls συνυπάρχουν αρμονικά με κτίρια κομουνιστικής αισθητικής και άπειρες μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, με τον καθεδρικό Sveti Aleksandar Nevski και τη γειτονική Sveta Sofia να κλέβουν την παράσταση. Το Plovdiv –ή αλλιώς Φιλιππούπολη– διαθέτει πλήρως πεζοδρομημένη Παλιά Πόλη με οθωμανικά μνημεία κι ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο-στολίδι, όπου γίνονται ακόμη και σήμερα εκδηλώσεις. Το Gabrovo στην καρδιά της χώρας και κατά μήκος του ποταμού Yantra, η Rousse στις δυτικές όχθες του Δούναβη, με το πανέμορφο ιστορικό κέντρο, και το Pleven με τα άπειρα σιντριβάνια και τα χαλαρωτικά πάρκα είναι πόλεις που αξίζουν την προσοχή. Τα καλοκαίρια η καρδιά της Βουλγαρίας χτυπά στην παραθαλάσσια Varna με το αξιόλογο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ το γειτονικό Slanchev Bryag (γνωστό ως Sunny Beach) είναι κλασική τουριστική λουτρόπολη.
       Σημεία άξια ενδιαφέροντος στη Βουλγαρία είναι τα ακόλουθα:
 Ο θρακικός τύμβος του Καζανλάκ

       Ο Θρακικός Τύμβος του Καζανλάκ είναι μια αψιδωτή πλινθόκτιστη κατασκευή, για την ακρίβεια καμαροειδής ή θολωτός τάφος κοντά στην πόλη Καζανλάκ στην κεντρική Βουλγαρία. Ανακαλύφθηκε το 1944  και προκάλεσε αρκετό προβληματισμό στους ερευνητές, καθώς για τη στέγαση των θαλάμων του τάφου κατασκευάστηκε μια χτιστή καμάρα και όχι η συνήθης απλή, ξύλινη οροφή. 
     Η κατασκευή αψίδων και θόλων παρατηρείται εν γένει στους μυκηναϊκούς χρόνους, ωστόσο η χρήση αψιδωτών κατασκευών στην αρχαία Ελλάδα  γενικεύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καθώς μάλιστα η αψίδα ως αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν απαντά συχνά στον ελληνικό χώρο πριν τον 3οπ. Χ. αι., αρκετοί θεώρησαν αρχικά ότι ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος θα έπρεπε να τοποθετηθεί χρονικά μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η χρήση, ωστόσο, αψίδων επιβεβαιώθηκε με την ανακάλυψη ανάλογου τύπου ταφικών μνημείων στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας.
     Το ταφικό μνημείο είναι τμήμα μιας θρακικής νεκρόπολης. Συντίθεται από υπαίθριο πρόδρομο, στενό διάδρομο (δρόμο) και κυκλικό ταφικό θάλαμο. Το μνημείο είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες που απεικονίζουν ένα θρακικό ζεύγος σε επικήδειο τελετουργικό (νεκρόδειπνος). Το μνημείο χρονολογείται από το τέλος του 4ου π. Χ. αι. και είναι προστατευόμενο από την UNESCO ήδη από το 1979. 

  Οι τοιχογραφίες του διακρίνονται για τα άλογα και τη χειρονομία του αποχαιρετισμού, στην οποία το καθισμένο ζεύγος απεικονίζεται σε αποχαιρετισμό με αμοιβαίο άδραγμα των καρπών σε μια στιγμή τρυφερότητας και ισότητας. Ο συγκεκριμένος τοιχογραφικός διάκοσμος αντιπροσωπεύει τα καλύτερα διατηρημένα αριστουργήματα της Βουλγαρίας από την Ελληνιστική περίοδο.
Τοιχογραφία από τον τύμβο
   Το ταφικό μνημείο βρίσκεται κοντά στην αρχαία θρακική πρωτεύουσατης Σευθόπολης, που είχε λάβει την ονομασία της από τον βασιλιά Σεύθη Γ' των Οδρυσών.
Οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο
Οι βράχοι του Ιβάνοβο στην περιοχή των εκκλησιών
    Οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο είναι συγκρότημα ορθόδοξων  εκκλησιών, παρεκκλησιών και σκητών σκαλισμένων στο βράχο οι οποίες μαζί συγκροτούν τη Μονή του Ιβάνοβο στη βόρεια ΒουλγαρίαΟι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο βρίσκονται ένα χιλιόμετρο ανατολικά του χωριού Ιβάνοβο, στην περιφέρεια Ρούσε, 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της παραδουνάβιας πόληςΡούσε, στη βόρεια Βουλγαρία.         Στην περιοχή βρίσκονται και τα ερείπια του κάστρου Τσερβέν. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν μεγάλη πόλη με στρατηγική σημασία και φιλοξένησε μια επισκοπή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας. 
    Στις 22 Οκτωβρίου του 1979 οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο αναγνωρίστηκαν από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μέχρι τότε οι νωπογραφίες απειλούνταν από το φως, την υγρασία, τις μεταβολές της θερμοκρασίας και κυρίως τον αυξανόμενο αριθμό τουριστών. Για το λόγο αυτό, κατά τη δεκαετία του '80 απαγορεύτηκε η πρόσβαση στο κοινό. Με το γύρισμα του αιώνα οι τοιχογραφίες αναπαλαιώθηκαν με την οικονομική συνεισφορά της UNESCO και το 2002 άνοιξαν ξανά για το κοινό.
 Ο ιππέας της Μάνταρα


    Ο Ιππέας της Μάνταρα είναι ένα μεσαιωνικό ανάγλυφο στη βόρεια Βουλγαρία. Έχει ανακηρυχθεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
   Πρόκειται για ένα πρώιμο μεσαιωνικό ανάγλυφο, το οποίο βρίσκεται στο οροπέδιο Μάνταρα της βόρειας Βουλγαρίας, όχι μακριά από την αρχαία πρωτεύουσα της χώρας Πλίσκα και σήμερα κοντά στο χωριό Μάνταρα. Ο αρχαιολογικός χώρος της Μάνταρα θεωρείται σημαντικός και υπάρχουν ευρήματα που αποδεικνύουν αδιάκοπη ανθρώπινη παρουσία από τη νεολιθική εποχή.
   Το ανάγλυφο βρίσκεται επάνω σε μια κάθετη πλαγιά ύψους περίπου 100 μέτρων. Αναπαριστά έναν ιππέα σε ύψος 23 μέτρα πάνω από το έδαφος. Φαίνεται να μάχεται με ένα λιοντάρι που βρίσκεται στα πόδια του, ενώ συνοδεύεται από έναν σκύλο. Γύρω από την εικόνα υπάρχουν τρεις ομάδες επιγραφών λαξευμένων στο βράχο.
 Το έργο αποδίδεται συνήθως στους Πρωτοβουλγάρους, που μετοίκησαν στην περιοχή τον 7ο αιώνα και κάποιοι ερευνητές θεωρούν πως απεικονίζει τον χάνο  Τέρβελ, στον οποίο αποδίδεται η αρχαιότερη των επιγραφών. Υπάρχουν και αρχαιολόγοι που εικάζουν πως πρόκειται για θρακικό δημιούργημα που απεικονίζει μια θρακική θεότητα, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδείξεις.
  Από το 1979 το μνημείο περιλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
  Ο ιππέας έχει γίνει εθνικό σύμβολο της Βουλγαρίας και απεικονίζεται στο πίσω μέρος των στοτίνκι, των μικρών νομισμάτων
Φυσικό καταφύγιο Σρεμπάρνα

      Το φυσικό καταφύγιο Σρεμπάρνα βρίσκεται στη βόρεια Βουλγαρία κοντά στο Δούναβη, περίπου 17 χλμ δυτικά της πόλης Σιλίστρα. Εκτείνεται σε περισσότερα από 6000 στρέμματα στα οποία ενδημούν 99  είδη πουλιών και ξεχειμωνιάζουν 80 είδη μεταναστευτικών πουλιών.Η λίμνη Σρεμπάρνα βρίσκεται στις πεδιάδες  ένα χιλιόμετρο νότια του Δούναβη, το φυσικό σύνορο με τη γειτονική Ρουμανία και 19 χλμ από τη Σιλίστρα. Οι ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες της είναι: 44°07'N, 27°04'E. Η προστατευόμενη περιοχή καταλαμβάνει μια επιφάνεια 6000 στρεμμάτων και βρίσκεται σε υψόμετρο ανάμεσα στα 10 με 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.Η λίμνη καταλαμβάνει μια επιφάνεια 1200 στρεμμάτων ανοικτού νερού και περιλαμβάνει και 4,000 στρέμματα καλαμιώνων. Το βάθος της φτάνει τα 3,3 μέτρα.
         Η λίμνη Σρεμπάρνα ανακηρύχθηκε ήδη από το 1942 σε εθνικό επίπεδο ως καταφύγιο πουλιών και το 1948 ως εθνικό πάρκο. Ακολούθησε η αναγνώριση της το 1973  ως υγρότοπος διεθνούς σημασίας, το 1975 η ένταξη της στη σύμβαση Ραμσάρ και το 1977 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από την UNESCO ως βιότοπος. Το 1983 ορίστηκε μια ζώνη προστασίας γύρω από τη λίμνη και την ίδια χρονιά προστέθηκε στον κατάλογο μνημείων κληρονομιάς της Ουνέσκο Η κατασκευή ενός φράγματος στο Δούναβη οδήγησε στη σταδιακή αποξήρανση της λίμνης μιας και εμπόδισε την ετήσια πλημμύρα του ποταμιού. Αυτό οδήγησε στο να τεθεί ο δρυμός από το 1992 έως το 2002 στα μνημεία υπο κίνδυνο της λίστας επειδή, ανάμεσα στα άλλα, καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού των πελεκάνωνΤο καταφύγιο της Σρεμπάρνα ανήκει γεωγραφικά στις κεντροευρωπαϊκές δενδρώδεις διαπλάσεις. Το τοπίο περιλαμβάνει λιμνάζοντα νερά με υδρόβια βλάστηση, βάλτους, καλαμώνες, υδρότοπους, λιβάδια και εκτάσεις με λεύκες. Το κυρίαρχο είδος βλάστησης είναι το καλάμι (Phragmites australis) και επίσης το λευκό νούφαρο του γένους Nymphaea alba καθώς και διάφορα είδη ιτιάς. Συνολικά στο πάρκο βρίσκονται δύο είδη βλάστησης που βρίσκονται υπό εξαφάνιση σε διεθνές επίπεδο και έντεκα που απειλούνται σε εθνικό επίπεδο.

 Το Μοναστήρι της Ρίλα

    Το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα, γνωστό και απλά ως Μοναστήρι της Ρίλα είναι η μεγαλύτερη και πιο φημισμένη ορθόδοξη μονή στη Βουλγαρία. Βρίσκεται στα Όρη Ρίλα, σε ύψος 1.147 μέτρων και 117 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, Σόφιας στη βαθιά κοιλάδα του ποταμού Ρίλσκα. Το μοναστήρι έχει πάρει το όνομά από τον ιδρυτή του, τον ερημίτη Ιωάννη (Ιβάν) της Ρίλα (876 - 946 μ.Χ.              Ολόκληρο το συγκρότημα της μονής καταλαμβάνει μια έκταση 8.800 τετρ. μέτρα και αποτελείται από μια μονόκλιτη βασιλική, κελιά όπου μένουν οι μοναχοί και έναν πύργο.
     Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 10ο αιώνα και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά πολιτισμικά, ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία της Βουλγαρίας και σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο τόσο για τη Βουλγαρία, όσο και για τη Νότια Ευρώπη. Το 1976 ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο της Βουλγαρίας και το 1983 χαρακτηρίστηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Από το 1991 υπάγεται εξ' ολοκλήρου στη Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Βουλγαρίας.  Το 2008 προσέλκυσε 900.000 επισκέπτες. Το μοναστήρι απεικονίζεται στην πίσω όψη του χαρτονομίσματος του 1 λεβ, που εκδόθηκε το 1999.


       











Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

ΛΕΤΟΝΙΑ


Λετονία

       Στις ακτές της Βαλτικής, «στριμωγμένη» ανάμεσα στην Εσθονία και τη Λιθουανία, βρίσκεται αυτή η μικρή, αινιγματική και πολυπρόσωπη χώρα. Με σοβιετικό παρελθόν, ευρωπαϊκό παρόν και μέλλον σε… μεταβατικό στάδιο, μπαίνει όλο και πιο δυναμικά στον ταξιδιωτικό χάρτη. 
      Η πρωτεύουσα Ρίγα, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, κλέβει τις εντυπώσεις με τα δαιδαλώδη πλακόστρωτα στενά, τα πολύχρωμα σπίτια, τις αρ νουβό γειτονιές αλλά και και τον ποταμό Daugava να χωρίζει σαφώς την Παλιά από τη Νέα Πόλη. 
   Όχι πολύ μακριά από την πρωτεύουσα, αξίζει να επισκεφθείτε το παραθαλάσσιο θέρετρο Jurmala με τα πολύχρωμα σπίτια και την τεράστια παραλία, ενώ οι φυσιολάτρες βάλτε στο πρόγραμμα το Sigulda με τα δάση, τα κάστρα και την άγρια φύση. Από αυτό ξεκινάει και η εξερεύνηση στο υπέροχο Gauja National Park με τα ψηλά βουνά, τα μονοπάτια και τα ορμητικά ποτάμια.



  Γιούρμαλα

   Η Γιούρμαλα, είναι η τουριστική ναυαρχίδα της Λετονίας.  Πρόκειται για ένα γοητευτικό σύνολο τριών –  τεσσάρων  χωριών, που απλώνεται  σε μια τεράστια αμμώδη παραλία της Βαλτικής,  μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα Ρίγα και που, ενώ τον χειμώνα κοιμάται, το καλοκαίρι ζει μια άνευ προηγουμένου τουριστική φρενίτιδα. Χαρακτηρίζεται "η Γαλλική Ριβιέρα της Βαλτικής".
       Αριστοκρατικό θέρετρο με παράδοση πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, η Γιούρμαλα την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, συγκέντρωνε πάνω από 300.000 κόσμου, αποτελώντας έναν από τους δημοφιλέστερους τόπους διακοπών στην Σοβιετική Ένωση. Μετά την πτώση της όμως, γνώρισε μια περίοδο κάμψης, αλλά τα τελευταία χρόνια ξαναέρχεται στη μόδα σημειώνοντας  συνεχή  limit up στο τουριστικό χρηματιστήριο της ρωσικής νέας τάξης πραγμάτων. Πραγματικά χιλιάδες νεόπλουτοι από όλες τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες, συρρέουν στη Γιούρμαλα για να απολαύσουν μια βουτιά στη θάλασσα της Βαλτικής, να απολαύσουν την ατελείωτη παραλία ή να παρακολουθήσουν κάποιο από τα δεκάδες μουσικά κονσέρτα  που διοργανώνονται  τα βράδια στις πλατείες.
       Βασικό αξιοθέατο της περιοχής είναι τα ξύλινα σπίτια που είναι χτισμένα εκεί δείγματα της art nouveau αρχιτεκτονικής αλλά και κάποιες επαύλεις που μοιάζουν βγαλμένες από παραμύθι.
   Μοιραία λοιπόν η περιοχή βρίσκεται σε τουριστικό οργασμό. Παλιά ξενοδοχεία ανακαινίζονται, οι παραδοσιακές ντάτσες, με την χαρακτηριστική Βαλτική αρχιτεκτονική αναστηλώνονται και δεκάδες καινούργια εστιατόρια και café ανοίγουν, για να εξυπηρετήσουν το ολοένα και αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα.
Σιγκούλντα
Κάστρο Τουράιντα
       Η Σιγκούλντα είναι μια μικρή πόλη που βρίσκεται σε απόσταση 53 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Ρίγας, σε μια περιοχή με ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, στην κοιλάδα του ποταμού Γκάουγια. Είναι ίσως η πιο τουριστική πόλη της Λετονίας και συχνά αποκαλείται ως “Ελβετία της Λετονίας”, χάρη στις ομοιότητες που παρουσιάζει το τοπίο. 
       Η πόλη λόγω της στρατηγικής της θέσης -διέθετε τρία κάστρα, τα οποία χτίστηκαν όλα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και βρίσκονται σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο- κατά το παρελθόν γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη.
   Σημαντικά αξιοθέατα της περιοχής είναι το κάστρο Τουράιντα και το σπήλαιο Gutmanis, ένα μοναδικό ποτάμιο σπήλαιο που έχει συνδεθεί με πολλούς θρύλους. 
     Ένα από τα εντυπωσιακότερα κάστρα της Λετονίας, το κάστρο Τουράιντα, βρίσκεται στην περιοχή της Σιγκούλντα, στην κοιλάδα του ποταμού Γκάουγια, σε υψόμετρο 80 μέτρων.Το όνομά του σημαίνει “Κήπος του Θεού” και χτίστηκε το 1214 ως κατοικία του Αρχιεπισκόπου της Ρίγας, στη θέση του προγενέστερου ξύλινου κάστρου Livs. Στους αιώνες που ακολούθησαν, το κάστρο δέχτηκε αλλεπάλληλες κατακτήσεις από Πολωνούς, Σουηδούς και Ρώσους, ενώ μετά την πυρκαγιά του 1776 καταστράφηκε και ερημώθηκε. Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ξεκίνησε η σταδιακή αποκατάστασή του, για να φτάσει στις μέρες μας να αποτελεί το πιο επισκέψιμο κάστρο της χώρας.
  Στις εγκαταστάσεις του κάστρου φιλοξενείται ένα πολυδιάστατο μουσείο με εκθέματα που αντικατοπτρίζουν την ιστορία της περιοχής, από τον 11ο αιώνα. 
      Στο Εθνικό Πάρκο που περιβάλλει τη Σιγκούλντα υπάρχει η δυνατότητα για άπειρα σπορ όλη τη διάρκεια του χρόνου, από τα οποία ξεχωρίζει το “Αερόδιουμ”, που είναι προσομοίωση πτήσης με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας.

Ανοιχτό Εθνογραφικό Μουσείο της Λετονίας

       Το ανοιχτό εθνογραφικό μουσείο της Λετονίας βρίσκεται σε ένα πάρκο σε δασική έκταση έξω από τον αστικό ιστό. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1924 και εμπνεύστηκε από άλλα αντίστοιχα υπαίθρια μουσεία στην Σκανδιναβία. Χαρακτηριστικά κτήρια όπως αγροτικά σπίτια, εκκλησίες, ανεμόμυλοι, σιδηρουργεία και κλίβανοι, από της 4 περιφέρειες της Λετονίας έχουν μεταφερθεί στο μουσείο. Επίσης παρουσιάζονται σχολεία του 18ου αιώνα, ένας παλιός δρόμος-μπαρ και μια φάρμα του 1920. Οι επισκέπτες μπορούν να δούν έναν σιδηρουργό, ένα μελισσοκόμος και άλλους τεχνίτες σε όλα εργασίας. Το 1939 το μουσείο είχε 40 κτήρια, ενώ σήμερα διαθέτει 118 κτίρια και μια συλλογή 114.000 αντικειμένων.
    Ρίγα


       
     Ομορφότερη πόλη της Ευρώπης για το 2015 αναδείχθηκε η Ρίγα, πρωτεύουσα της Λετονίας. Τη δεύτερη θέση κατέλαβε το Μπέργκεν της Νορβηγίας, ενώ την πρώτη τριάδα συμπληρώνει το Ινσμπουργκ της Αυστρίας.Η Ρίγα κερδίζει την πρωτιά με το σπαθί της. Αποτελεί πρότυπο πόλης, κτισμένη στις όχθες ποταμού (όπως απαιτεί η ευρωπαϊκή παράδοση), διατήρησε τα κλασικά μνημεία και την συγκλονιστική τοπική αρχιτεκτονική στα κτίρια.




       Το ιστορικό κέντρο της Ρίγα βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του ποταμού Daugava ενώ είναι μουσείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Η παλιά πόλη καλύπτονταν στο παρελθόν με τείχη γύρω από την πόλη, τα οποία όταν κατεδαφίστηκαν δημιούργησαν ένα τεχνητό κανάλι.Ο πύργος της σκόνης (Pulvertornis) είναι ο μόνος πύργος και κομμάτι των τοίχων, που έχει παραμείνει, ενώ σήμερα στεγάζει το Μουσείο του Πολέμου. 

    Στην καρδία της παλιάς πόλης υπάρχει η  πλατεία Δημαρχείου με το άγαλμα του πολιούχου αγίου της πόλης του St Roland. Στα μεσαιωνικά λιθόστρωτα στενάκια της παλιάς πόλης υπάρχουν πολλά αρχιτεκτονικά διαμάντια.
  Το κάστρο της Ρίγας ιδρύθηκε το 1330 και επανοικοδομήθηκε λεπτομερώς μεταξύ 1497 και 1515. Τα τείχη μεγάλωναν συνεχώς και μεταξύ του 17ου αιώνα και του 19ου είχαν ουσιαστικά επανασχεδιαστεί επίσης. Στην δεκαετία του 1930, έγινε ανακαίνιση από τον διάσημο Λετονό αρχιτέκτονα Eižens Laube. Η Λετονική κυβέρνηση δήλωσε το κάστρο ως κατοικία της το 1938, ενώ σήμερα είναι επίσης κατοικία του Πρόεδρου της Λετονίας και στεγάζει το Μουσείο της Λετονικής Ιστορίας και το Μουσείο ξένης τέχνης. 
Ρίγα, Λετονία


   Ο προτεσταντικός καθεδρικός της Ρίγας είναι η μεγαλύτερη μεσαιωνική εκκλησία στην Βαλτική. Κατασκευάστηκε το 1211 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Ρίγας, ενώ τροποποιήθηκε αρκετές φορές στο διάβα της ιστορίας του. Ο καθεδρικός της Ρίγας βρίσκεται δίπλα στον ποταμό Daugava και είναι το πιο αναγνωρίσιμο μνημείο της Λετονίας. Εμφανίζεται σε πολλούς πίνακες, κάρτες, φωτογραφίες και τηλεοπτικές ταξιδιωτικές εκπομπές. Στο κτίριο στεγάζεται και το μουσείο της ιστορίας της Ρίγας που εγκαινιάστηκε το 1773 είναι είναι ένα από τα παλαιότερα μουσεία στην Ευρώπη. Ο καθεδρικός ναός  διαθέτει ένα εντυπωσιακό όργανο που κατασκευάστηκε το 1884 και διαθέτει 6.718 σωλήνες και 116 όργανα. 
Καθεδρικός ναός
       Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου πρωτοκατασκευάστηκε το 1209 ενώ η σημερινή του μορφή ολοκληρώθηκε το 1746. Πριν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η Εκκλησία του Αγίου Πέτρου ήταν το ψηλότερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η οροφή και ο πύργος υπέστησαν μεγάλες ζημίες από φωτιά και οι Σοβιετικοί μηχανικοί αποκατέστησαν την εκκλησία το 1973 και εγκατέστησαν έναν ανελκυστήρα που επιτρέπει στους επισκέπτες να θαυμάσουν τη θέα της Ρίγας από ύψος περίπου 70 μέτρων.