Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Βρέχεται στα ανατολικά από τη Μαύρη Θάλασσα ενώ συνορεύει με την Ελλάδα στα νότια, την Τουρκία στα ανατολικά, την πρών Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας(ΠΓΔΜ) στα δυτικά, τη Σερβία και τη Ρουμανία στα βόρεια. Φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας αποτελεί ο ποταμός Δούναβης.
Με έκταση 110.994 τετρ. χλμ. , η Βουλγαρία είναι η 16η σε έκταση χώρα της Ευρώπης. Η θέση της την έχει καταστήσει σταυροδρόμι διαφόρων πολιτισμών και ως τέτοιο ανέδειξε μερικά από τα αρχαιότερα μεταλλουργικά, θρησκευτικά και άλλα πολιτιστικά τεχνουργήματα στον κόσμο.
Προϊστορικοί πολιτισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται στα Βουλγαρικά εδάφη κατά τη Νεολιθική περίοδο. Η αρχαία ιστορία της γνώρισε την παρουσία των Θρακών και αργότερα των Ελλήνων και των Ρωμαίων.
Η εμφάνιση ενός ενιαίου Βουλγαρικού κράτους ανάγεται στην ίδρυση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 681 μ.Χ., που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων και λειτούργησε ως πολιτιστικός πυρήνας για τους Σλαβικούς λαούς κατά το Μεσαίωνα.
Με την κατάρρευση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 1396, τα εδάφη της περιήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πέντε σχεδόν αιώνες.
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-1878) δημιούργησε το Τρίτο Βουλγαρικό Κράτος.
Τα επόμενα χρόνια η Βουλγαρία έζησε πολλές συγκρούσεις με τους γείτονές ης, γεγονός που την ώθησε να συμμαχήσει με τη Γερμανία και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
Το 1946 έγινε Σοσιαλιστικό κράτος με μονοκομματικό σύστημα. Το 1989 το Κομμουνιστικό Κόμμα επέτρεψε πολυκομματικές εκλογές, μετά τις οποίες η Βουλγαρία στράφηκε στη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς.
Ο πληθυσμός των 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων είναι κατά κύριο λόγο αστικός και συγκεντρωμένος κυρίως στα διοικητικά κέντρα των 28 επαρχιών της. Οι περισσότερες εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα Σόφια.
Οι ισχυρότεροι τομείς της οικονομίας είναι η βαριά βιομηχανία, η παραγωγή ενέργειας και η γεωργία, που στηρίζονται όλοι σε τοπικούς φυσικούς πόρους.
Η σημερινή πολιτική δομή χρονολογείται από την υιοθέτηση ενός δημοκρατικού συντάγματος το 1991. Η Βουλγαρία είναι ενιαία κοινοβουλευτική δημοκρατία με υψηλό βαθμό πολιτικού, διοικητικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού.
Μπάνσκο |
Οι διαρκώς αυξανόμενοι επισκέπτες της Βουλγαρίας των 7,5 εκατ. κατοίκων ανακαλύπτουν σταδιακά (όπως συμβαίνει και με τα άλλα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ) μια χώρα με πλούσια Ιστορία και φυσική ομορφιά, αστικά κέντρα με πληθώρα μνημείων και αμμουδερές λουτροπόλεις που ατενίζουν τη Μαύρη Θάλασσα. Και αν για τους περισσότερους από εμάς η επαφή με τη γείτονα σταματά κάπου στα νοτιοανατολικά και στο δημοφιλές χιονοδρομικό Bansko, με τις πολύ καλές πίστες και τα παραδοσιακά ταβερνάκια mehanas, η Βουλγαρία προσφέρει στον επισκέπτη πολύ περισσότερα.
Στη ζωντανή και πολύβουη Σόφια τα μοντέρνα malls συνυπάρχουν αρμονικά με κτίρια κομουνιστικής αισθητικής και άπειρες μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, με τον καθεδρικό Sveti Aleksandar Nevski και τη γειτονική Sveta Sofia να κλέβουν την παράσταση. Το Plovdiv –ή αλλιώς Φιλιππούπολη– διαθέτει πλήρως πεζοδρομημένη Παλιά Πόλη με οθωμανικά μνημεία κι ένα ρωμαϊκό αμφιθέατρο-στολίδι, όπου γίνονται ακόμη και σήμερα εκδηλώσεις. Το Gabrovo στην καρδιά της χώρας και κατά μήκος του ποταμού Yantra, η Rousse στις δυτικές όχθες του Δούναβη, με το πανέμορφο ιστορικό κέντρο, και το Pleven με τα άπειρα σιντριβάνια και τα χαλαρωτικά πάρκα είναι πόλεις που αξίζουν την προσοχή. Τα καλοκαίρια η καρδιά της Βουλγαρίας χτυπά στην παραθαλάσσια Varna με το αξιόλογο Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ το γειτονικό Slanchev Bryag (γνωστό ως Sunny Beach) είναι κλασική τουριστική λουτρόπολη.
Σημεία άξια ενδιαφέροντος στη Βουλγαρία είναι τα ακόλουθα:
Ο θρακικός τύμβος του Καζανλάκ
Ο Θρακικός Τύμβος του Καζανλάκ είναι μια αψιδωτή πλινθόκτιστη κατασκευή, για την ακρίβεια καμαροειδής ή θολωτός τάφος κοντά στην πόλη Καζανλάκ στην κεντρική Βουλγαρία. Ανακαλύφθηκε το 1944 και προκάλεσε αρκετό προβληματισμό στους ερευνητές, καθώς για τη στέγαση των θαλάμων του τάφου κατασκευάστηκε μια χτιστή καμάρα και όχι η συνήθης απλή, ξύλινη οροφή.
Η κατασκευή αψίδων και θόλων παρατηρείται εν γένει στους μυκηναϊκούς χρόνους, ωστόσο η χρήση αψιδωτών κατασκευών στην αρχαία Ελλάδα γενικεύθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καθώς μάλιστα η αψίδα ως αρχιτεκτονικό στοιχείο δεν απαντά συχνά στον ελληνικό χώρο πριν τον 3οπ. Χ. αι., αρκετοί θεώρησαν αρχικά ότι ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος θα έπρεπε να τοποθετηθεί χρονικά μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η χρήση, ωστόσο, αψίδων επιβεβαιώθηκε με την ανακάλυψη ανάλογου τύπου ταφικών μνημείων στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας.
Το ταφικό μνημείο είναι τμήμα μιας θρακικής νεκρόπολης. Συντίθεται από υπαίθριο πρόδρομο, στενό διάδρομο (δρόμο) και κυκλικό ταφικό θάλαμο. Το μνημείο είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες που απεικονίζουν ένα θρακικό ζεύγος σε επικήδειο τελετουργικό (νεκρόδειπνος). Το μνημείο χρονολογείται από το τέλος του 4ου π. Χ. αι. και είναι προστατευόμενο από την UNESCO ήδη από το 1979.
Οι τοιχογραφίες του διακρίνονται για τα άλογα και τη χειρονομία του αποχαιρετισμού, στην οποία το καθισμένο ζεύγος απεικονίζεται σε αποχαιρετισμό με αμοιβαίο άδραγμα των καρπών σε μια στιγμή τρυφερότητας και ισότητας. Ο συγκεκριμένος τοιχογραφικός διάκοσμος αντιπροσωπεύει τα καλύτερα διατηρημένα αριστουργήματα της Βουλγαρίας από την Ελληνιστική περίοδο.
Τοιχογραφία από τον τύμβο |
Το ταφικό μνημείο βρίσκεται κοντά στην αρχαία θρακική πρωτεύουσατης Σευθόπολης, που είχε λάβει την ονομασία της από τον βασιλιά Σεύθη Γ' των Οδρυσών.
Οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο
Οι βράχοι του Ιβάνοβο στην περιοχή των εκκλησιών |
Οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο είναι συγκρότημα ορθόδοξων εκκλησιών, παρεκκλησιών και σκητών σκαλισμένων στο βράχο οι οποίες μαζί συγκροτούν τη Μονή του Ιβάνοβο στη βόρεια Βουλγαρία. Οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο βρίσκονται ένα χιλιόμετρο ανατολικά του χωριού Ιβάνοβο, στην περιφέρεια Ρούσε, 22 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της παραδουνάβιας πόληςΡούσε, στη βόρεια Βουλγαρία. Στην περιοχή βρίσκονται και τα ερείπια του κάστρου Τσερβέν. Κατά τον Μεσαίωνα ήταν μεγάλη πόλη με στρατηγική σημασία και φιλοξένησε μια επισκοπή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1979 οι μονολιθικές εκκλησίες του Ιβάνοβο αναγνωρίστηκαν από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μέχρι τότε οι νωπογραφίες απειλούνταν από το φως, την υγρασία, τις μεταβολές της θερμοκρασίας και κυρίως τον αυξανόμενο αριθμό τουριστών. Για το λόγο αυτό, κατά τη δεκαετία του '80 απαγορεύτηκε η πρόσβαση στο κοινό. Με το γύρισμα του αιώνα οι τοιχογραφίες αναπαλαιώθηκαν με την οικονομική συνεισφορά της UNESCO και το 2002 άνοιξαν ξανά για το κοινό.
Ο ιππέας της Μάνταρα
Ο Ιππέας της Μάνταρα είναι ένα μεσαιωνικό ανάγλυφο στη βόρεια Βουλγαρία. Έχει ανακηρυχθεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Πρόκειται για ένα πρώιμο μεσαιωνικό ανάγλυφο, το οποίο βρίσκεται στο οροπέδιο Μάνταρα της βόρειας Βουλγαρίας, όχι μακριά από την αρχαία πρωτεύουσα της χώρας Πλίσκα και σήμερα κοντά στο χωριό Μάνταρα. Ο αρχαιολογικός χώρος της Μάνταρα θεωρείται σημαντικός και υπάρχουν ευρήματα που αποδεικνύουν αδιάκοπη ανθρώπινη παρουσία από τη νεολιθική εποχή.
Το ανάγλυφο βρίσκεται επάνω σε μια κάθετη πλαγιά ύψους περίπου 100 μέτρων. Αναπαριστά έναν ιππέα σε ύψος 23 μέτρα πάνω από το έδαφος. Φαίνεται να μάχεται με ένα λιοντάρι που βρίσκεται στα πόδια του, ενώ συνοδεύεται από έναν σκύλο. Γύρω από την εικόνα υπάρχουν τρεις ομάδες επιγραφών λαξευμένων στο βράχο.
Το έργο αποδίδεται συνήθως στους Πρωτοβουλγάρους, που μετοίκησαν στην περιοχή τον 7ο αιώνα και κάποιοι ερευνητές θεωρούν πως απεικονίζει τον χάνο Τέρβελ, στον οποίο αποδίδεται η αρχαιότερη των επιγραφών. Υπάρχουν και αρχαιολόγοι που εικάζουν πως πρόκειται για θρακικό δημιούργημα που απεικονίζει μια θρακική θεότητα, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδείξεις.
Από το 1979 το μνημείο περιλαμβάνεται στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Ο ιππέας έχει γίνει εθνικό σύμβολο της Βουλγαρίας και απεικονίζεται στο πίσω μέρος των στοτίνκι, των μικρών νομισμάτων
Φυσικό καταφύγιο Σρεμπάρνα
Το φυσικό καταφύγιο Σρεμπάρνα βρίσκεται στη βόρεια Βουλγαρία κοντά στο Δούναβη, περίπου 17 χλμ δυτικά της πόλης Σιλίστρα. Εκτείνεται σε περισσότερα από 6000 στρέμματα στα οποία ενδημούν 99 είδη πουλιών και ξεχειμωνιάζουν 80 είδη μεταναστευτικών πουλιών.Η λίμνη Σρεμπάρνα βρίσκεται στις πεδιάδες ένα χιλιόμετρο νότια του Δούναβη, το φυσικό σύνορο με τη γειτονική Ρουμανία και 19 χλμ από τη Σιλίστρα. Οι ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες της είναι: 44°07'N, 27°04'E. Η προστατευόμενη περιοχή καταλαμβάνει μια επιφάνεια 6000 στρεμμάτων και βρίσκεται σε υψόμετρο ανάμεσα στα 10 με 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.Η λίμνη καταλαμβάνει μια επιφάνεια 1200 στρεμμάτων ανοικτού νερού και περιλαμβάνει και 4,000 στρέμματα καλαμιώνων. Το βάθος της φτάνει τα 3,3 μέτρα.
Η λίμνη Σρεμπάρνα ανακηρύχθηκε ήδη από το 1942 σε εθνικό επίπεδο ως καταφύγιο πουλιών και το 1948 ως εθνικό πάρκο. Ακολούθησε η αναγνώριση της το 1973 ως υγρότοπος διεθνούς σημασίας, το 1975 η ένταξη της στη σύμβαση Ραμσάρ και το 1977 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά από την UNESCO ως βιότοπος. Το 1983 ορίστηκε μια ζώνη προστασίας γύρω από τη λίμνη και την ίδια χρονιά προστέθηκε στον κατάλογο μνημείων κληρονομιάς της Ουνέσκο Η κατασκευή ενός φράγματος στο Δούναβη οδήγησε στη σταδιακή αποξήρανση της λίμνης μιας και εμπόδισε την ετήσια πλημμύρα του ποταμιού. Αυτό οδήγησε στο να τεθεί ο δρυμός από το 1992 έως το 2002 στα μνημεία υπο κίνδυνο της λίστας επειδή, ανάμεσα στα άλλα, καταγράφηκε μείωση του πληθυσμού των πελεκάνων. Το καταφύγιο της Σρεμπάρνα ανήκει γεωγραφικά στις κεντροευρωπαϊκές δενδρώδεις διαπλάσεις. Το τοπίο περιλαμβάνει λιμνάζοντα νερά με υδρόβια βλάστηση, βάλτους, καλαμώνες, υδρότοπους, λιβάδια και εκτάσεις με λεύκες. Το κυρίαρχο είδος βλάστησης είναι το καλάμι (Phragmites australis) και επίσης το λευκό νούφαρο του γένους Nymphaea alba καθώς και διάφορα είδη ιτιάς. Συνολικά στο πάρκο βρίσκονται δύο είδη βλάστησης που βρίσκονται υπό εξαφάνιση σε διεθνές επίπεδο και έντεκα που απειλούνται σε εθνικό επίπεδο.
Το Μοναστήρι της Ρίλα
Το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα, γνωστό και απλά ως Μοναστήρι της Ρίλα είναι η μεγαλύτερη και πιο φημισμένη ορθόδοξη μονή στη Βουλγαρία. Βρίσκεται στα Όρη Ρίλα, σε ύψος 1.147 μέτρων και 117 χιλιόμετρα νότια της πρωτεύουσας, Σόφιας στη βαθιά κοιλάδα του ποταμού Ρίλσκα. Το μοναστήρι έχει πάρει το όνομά από τον ιδρυτή του, τον ερημίτη Ιωάννη (Ιβάν) της Ρίλα (876 - 946 μ.Χ. Ολόκληρο το συγκρότημα της μονής καταλαμβάνει μια έκταση 8.800 τετρ. μέτρα και αποτελείται από μια μονόκλιτη βασιλική, κελιά όπου μένουν οι μοναχοί και έναν πύργο.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε το 10ο αιώνα και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά πολιτισμικά, ιστορικά και αρχιτεκτονικά μνημεία της Βουλγαρίας και σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο τόσο για τη Βουλγαρία, όσο και για τη Νότια Ευρώπη. Το 1976 ανακηρύχθηκε εθνικό ιστορικό μνημείο της Βουλγαρίας και το 1983 χαρακτηρίστηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Από το 1991 υπάγεται εξ' ολοκλήρου στη Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Βουλγαρίας. Το 2008 προσέλκυσε 900.000 επισκέπτες. Το μοναστήρι απεικονίζεται στην πίσω όψη του χαρτονομίσματος του 1 λεβ, που εκδόθηκε το 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου