Το Ιράκ είναι κράτος της Ν.Δ. Ασίας στην περιοχή της Μεσοποταμίας (μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη). Το Ιράκ από το 1930 έγινε ανεξάρτητο βασίλειο και το 1958, μετά από επανάσταση, ανακηρύχτηκε δημοκρατία. Συνορεύει ανατολικά με το Ιράν, δυτικά με τη Συρία και την Ιορδανία, νότια με το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία και βόρεια με την Τουρκία. Η έκτασή του είναι 437.072 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμός του 28.945.657 κατ. (Ιούλιος 2009).
Το αραβικό όνομα αλ-Ιράκ (αραβικά: العراق) χρησιμοποιείται πριν από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Υπάρχουν αρκετές προτεινόμενες πηγές για το όνομα αυτό. Μία από αυτές ανάγει την προέλευσή του στην πόλη των Σουμερίων Ουρούκ και εξ΄ αυτού τεκμαίρεται πως η λέξη είναι σουμερική, καθότι η λέξη Ουρούκ είναι η ακκαδική ονομασία της σουμερικής πόλης Ουρούγκ, περιλαμβάνοντας τη σουμερική λέξη για την πόλη, τη λέξη Ουρ.
Η Μεσοποταμία ονομαζόταν πάντοτε "η γη του Ιράκ" στα αραβικά, που μεταφραζόταν τότε σε "γόνιμη" ή "βαθιά ριζωμένη γη".
Κατά τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου, η Κάτω Μεσοποταμία ονομαζόταν Ιράκ Αραμπί (Αραβικό Ιράκ), ενώ η περιοχή που αποτελεί το σημερινό Κεντρικό και Δυτικό Ιράν ονομαζόταν Ιράκ ατζαμί (περσικό Ιράκ ή ξένο Ιράκ). Ο όρος ιστορικά περιελάμβανε την πεδιάδα νοτίως της οροσειράς Χαμρίν ενώ δεν περιελάμβανε το βορειανατολικό και δυτικό άκρο της σημερινής επικράτειας του Ιράκ. Ο όρος Σαουάντ χρησιμοποιείτο επίσης στα πρώτα ισλαμικά χρόνια για την περιοχή της προσχωματικής πεδιάδας των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, σε αντιδιαστολή με την άγονη, άνυδρη Αραβική έρημο.
Ως αραβική λέξη, η λέξη Ιράκ σημαίνει ακτή, όχθη ή άκρη, χείλος, έτσι ώστε το όνομα στη λαϊκή ετυμολογία έφτασε να ερμηνεύεται ως "γκρεμός", όπως αυτός που υπάρχει στα νότια και ανατολικά του Υψιπέδου Τζαζίρα, το οποίο Υψίπεδο σχηματίζει τη βόρεια και δυτική άκρη της περιοχής του αραβικού Ιράκ.
**ΒΑΓΔΑΤΗ
Εκεί που απλώνεται σήμερα το θέατρο του πολέμου οι Σουμέριοι πραγματοποίησαν μια πολιτιστική επανάσταση η οποία άλλαξε την όψη του κόσμου. Ανάμεσα στον Τίγρη και στον Εφράτη δημιουργήθηκαν οι πρώτες πόλεις, γεννήθηκε η γραφή και εφευρέθηκε ο τροχός. Και η Βαγδάτη ήταν το σπουδαιότερο κέντρο του αραβικού κόσμου, στην αρχαία Μεσοποταμία, την κοιτίδα των πολιτισμών.
Για πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη πως από τη Δύση έρχεται η επιστήμη και από την Ανατολή η σοφία. Λέγοντας «σοφία» εννοούσαμε μιαν ας πούμε βαθύτερη επίγνωση του νοήματος του κόσμου, τον τελεολογικό του χαρακτήρα και την έννοια του ιερού, όπως εκφράζεται μέσα από τις μεγάλες θρησκείες. Αλλά ακόμη κι αυτό ήταν κάπως ασαφές. Στην πραγματικότητα, το μεσαιωνικό Ισλάμ ήταν πολύ πιο μπροστά από τη Δύση στην επιστήμη και στη φιλοσοφία, ενώ δεν ήταν μικρή η συμβολή του και στην τέχνη, παρ' ότι η αναπαραστατική ζωγραφική στα τεμένη τουλάχιστον αλλά και στα σπίτια ήταν και είναι ακόμη απαγορευμένη. Αλλά η ισλαμική μικρογραφία, η διακόσμηση και η καλλιγραφία μας έδωσαν αριστουργήματα.
Τον καιρό που στη μεσαιωνική Ευρώπη προσήγαγαν στα δικαστήρια ως και τα γουρούνια (ιδίως αν ήταν μαύρα), στη Δαμασκό, στο Κάιρο, στη Σαμαρκάνδη και στη Βαγδάτη Άραβες αστρονόμοι είχαν στραμμένα τα τηλεσκόπιά τους στον ουρανό και μελετούσαν τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Οταν άνθιζε ο αραβικός πολιτισμός στην Κόρδοβα της Ισπανίας και στη νότια πλευρά της λεκάνης της Μεσογείου, στη φεουδαλική Ευρώπη υπήρχε σκοτάδι.
Ο ιστορικός Τζον Φρίλι, που μελετά από χρόνια τον πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής και του Βυζαντίου σε σχέση με την αρχαία Ελλάδα, πραγματοποίησε μια εξονυχιστική έρευνα στα διαθέσιμα αρχεία για να αποδείξει - με πλήθος παραδείγματα - πως η αρχαιοελληνική παράδοση στην επιστήμη και στη φιλοσοφία ανακαλύφθηκε και αξιοποιήθηκε από τους Αραβες κι έδωσε θαυμαστά αποτελέσματα, σε μια εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και τα εκκλησιαστικά λατινικά.
Κέντρο βεβαίως των επιστημών και της τέχνης ήταν η μυθική Βαγδάτη του Χαρούν αλ Ρασίντ (786-809) και των άλλων χαλίφηδων. Και περίοπτη θέση ανάμεσα στις επιστήμες κατείχε η αστρονομία, την προέλευση της οποίας θεωρούσαν θεία. Χωρίς να σημαίνει, φυσικά, ότι την πρωτοκαθεδρία δεν την κατείχε η θεολογία. Αλλά το ότι χρησιμοποιούσαν στίχους από το Κοράνι για να την εγκωμιάσουν αποδεικνύει την τεράστια σημασία που της έδιναν. Το φαινόμενο λ.χ. της μετάπτωσης των ισημεριών, που διαπίστωσε και περιέγραψε ο μέγας Ιππαρχος, όχι μόνο δεν ήταν άγνωστο στους Αραβες αλλά το μελετούσαν ταυτοχρόνως με τις κινήσεις των πλανητών. Και αυτό αιώνες αργότερα το αξιοποίησε ο Νεύτων καταφέρνοντας πρώτος αυτός να χρονολογήσει την αρχαιότητα.
Τον 9o αιώνα στη Βαγδάτη λειτουργούσε ο “Οίκος της Σοφίας”, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα διανόησης που ενθάρρυνε φιλόδοξους νέους άντρες να συμμετάσχουν στη μετάφραση και τη μελέτη παλιών χειρογράφων, πολλά από τα οποία προέρχονταν από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Τα έργα του Αριστοτέλη, του Ευκλείδη, του Γαληνού και άλλων στοχαστών της αρχαίας Ελλάδας είχαν όλα μεταφραστεί. Ήταν μια σημαντικότατη δράση, αφού ορισμένα από τα αυθεντικά είχαν εξαφανιστεί. Χωρίς τους μουσουλμάνους μελετητές δεν θα γνωρίζαμε ούτε τα μισά απ’ όσα γνωρίζουμε για την επιστήμη των προγόνων μας. Και όχι μόνο αυτό: από αυτές ακριβώς τις μεταφράσεις δημιουργήθηκαν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής επιστήμης και φιλοσοφίας μετά το 1100 περίπου. Η ισλαμική επιστήμη επεκτάθηκε ανατολικά και δυτικά, όπως ακριβώς και τα μουσουλμανικά εδάφη. Ο Αριστοτέλης θαυμαζόταν στον δυτικό κόσμο όσο και στην Ευρώπη και μάλιστα εντάχθηκε στην ισλαμική φιλοσοφία....
**ΜΟΣΟΥΛΗ
Η Μοσούλη (αραβ. الموصل, al mawṣil) είναι πόλη του Ιράκ στις όχθες του ποταμού Τίγρη. Αποκαλείται επίσης Αl-Faiha (Παράδεισος), Αl-Khaḍrah (Πράσινη), καθώς καιΜαργαριτάρι του Βορρά. Η παλαιά πόλη βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού, απέναντι από την αρχαία πόλη της Νινευή στην ανατολική πλευρά. Η πόλη, έχοντας πληθυσμό 1,5 εκατομμυρίων κατοίκων, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη στο Ιράκ, μετά τη Βαγδάτη και πριν τη Βασόρα.
Η περιοχή στην οποία βρίσκεται η σύγχρονη Μοσούλη ήταν η αρχαία Νινευή, η οποία αναφέρεται σε 34 αποσπάσματα της Βίβλου και αποτελούσε πρωτεύουσα της Ασσυρίας. Το 611 π.Χ., η Νινευή πέρασε στα χέρια των Χαλδαίων, βάζοντας τέλος στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία.
Το όνομα Μοσούλη δόθηκε στην πόλη από τους Άραβες, όταν ανέλαβαν την εξουσία στην περιοχή της Άνω Μεσοποταμίας. Από τότε εξελίχτηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής, καθώς αποτελούσε σταυροδρόμι των εμπορικών καραβανιών μεταξύ Περσίας και Συρίας.
Έγινε γνωστή για τα μάρμαρά της, ενώ επίσης στην πόλη παρασκευάζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα μουσελίνες, υφάσματα αρίστης ποιότητας από την οποία πήραν και το όνομά τους.
Το 10ο αιώνα, ο εμίρης της Μοσούλης κατάφερε να κερδίσει για την πόλη καθεστώς ημι-ανεξαρτησίας, ενώ τον 11ο αιώνα η πόλη έγινε πρωτεύουσα του κράτους των Σελτζούκων.
Το 13ο αιώνα, κυριεύτηκε από τους Μογγόλους, αλλά δεν καταστράφηκε όπως συνήθως, καθώς ο κυβερνήτης της πόλης, Badr al-Din Luʾluʾ, βοήθησε τον αρχηγό των Μογγόλων στις εκστρατείες του στη Συρία.
. Το 1262, περνά υπό περσική κυριαρχία και μετά στα χέρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1918, όταν τελείωσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η Μοσούλη σταμάτησε να θεωρείται μείζον στρατηγικό εμπορικό κέντρο μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ, η οποία επέτρεπε ταξίδια από και προς την Ινδία. Ωστόσο, άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του '20 και έπειτα, μετά τον εντοπισμό πολύτιμων κοιτασμάτων πετρελαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου